- οργανοαργιλικός
- -ή, -ό1. σχετικός με τις οργανικές ενώσεις τού αργιλίου2. φρ. «οργανοαργιλικές ενώσεις» — τάξη οργανομεταλλικών ενώσεων οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους έναν τουλάχιστον δεσμό άνθρακα - αργιλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. organo-aluminique (< όργανο + αργίλιο)].
Dictionary of Greek. 2013.